- παμφάρμακος
- παμφάρμᾰκος1 all powerful in magic παμφαρμάκου ξείνας ἐφετμαῖς i. e. of Medea P. 4.233
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
παμφάρμακος — παμφάρμακος, ον (Α) έμπειρος σε κάθε είδος μαγικού φαρμάκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φάρμακον] … Dictionary of Greek
παμφαρμάκου — παμφάρμακος skilled in all charms masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση … Dictionary of Greek